{εμπευσμένο από ανάρτηση της Μαρίας Ρ στο blog Dark Virtual Poetry}
Κάθε μέρα
ζωγράφιζα λεωφόρους στη θάλασσα
να ερχόμουν τις νύχτες
τα δάκρυα σου να παίρνω
Κάθε μέρα
ζωγράφιζα τρένα στον ουρανό
να ερχόμουν τα μεσημέρια
το χέρι σου να κρατώ
Κάθε μέρα
ζωγράφιζα καράβια στο χώμα
να φεύγαμε μακριά τους
Και κάθε μέρα
οι καταιγίδες που ‘στελνες
όλα τα χρώματα σκορπούσαν
στης άρνησης την άβυσσο
Ακόμα ζωγραφίζω, ξέρεις!
σε βουβούς τοίχους
και σε μαραμένα φύλλα
- κανένας καμβάς δεν αντέχει τον πόνο μου -
Όλα είναι εδώ, όπως τ’ άφησες
μόνο που τα καράβια μου
ναυάγησαν προτού σηκώσουνε πανιά
{αφιερωμένο στη Μ}
Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 2008
Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2008
Βήματα ταξιδιού
{Έτσι εγώ φαντάζομαι τα ταξίδια}
Μονάχοι στα παλιά στενά, σα ξένοι περπατούμε
και αγωνίες σκοταδιού τα μάτια αντικρούν
απίλοτα καράβια σε θύελλες που κινούν
μοιάζουν τα βήματα μας, βουβοί που τα κοιτούμε
"Αύριο θα πιάσουμε στεριά" λένε οι επιβάτες
όταν ακούσουν ο καιρός ότι θα μπονατσάρει
Απ' τη καμπίνα μου γελώ κι όταν πια σαλπάρει
τούτο το σαπιοκάραβο σε ρότα δίχως χάρτες
τυχερούς θε να τους πουν, τους αποβιβασμένους
Λοστρόμε, βίρα τα σχοινιά και μείναμε μονάχοι
το φέρετρο σου είναι σιμά στου τιμονιού την άκρη
Σινιάλο στέλνει η μπουρού απ’ τους λησμονημένους
Το βλέμμα μένει στη στεριά, μα η ψυχή μου πάει
ταξίδι δίχως γυρισμό στο μάτι του ανέμου
Στεφάνια πια δε δίνουνε για ήττες του πολέμου
Ώρα καλή στο κύμα αυτό που θα 'ρθει να με πάρει
Καθώς θα σέρνω στο βυθό τ’ όνειρο παγωμένο
με δίχως τέλος θα γελώ για το κατάντημα μου
Από ψηλά θα τα κοιτώ αυτά τα βήματα μου
το πρωινό όταν με βρουν σε δέντρο κρεμασμένο
---
Μονάχοι στα παλιά στενά, σα ξένοι περπατούμε
και αγωνίες σκοταδιού τα μάτια αντικρούν
απίλοτα καράβια σε θύελλες που κινούν
μοιάζουν τα βήματα μας, βουβοί που τα κοιτούμε
"Αύριο θα πιάσουμε στεριά" λένε οι επιβάτες
όταν ακούσουν ο καιρός ότι θα μπονατσάρει
Απ' τη καμπίνα μου γελώ κι όταν πια σαλπάρει
τούτο το σαπιοκάραβο σε ρότα δίχως χάρτες
τυχερούς θε να τους πουν τους αποβιβασμένους
σινιάλο στέλνει η μπουρού απ τους λησμονημένους
με δίχως τέλος θα γελώ για το κατάντημά μου
καθώς θα σέρνω στο βυθό τʽ όνειρο παγωμένο
το πρωινό όταν με βρουν σε δέντρο κρεμασμένο
από ψηλά θα τα κοιτώ αυτά τα βήματά μου
Δια χειρός Νικολάου Μ
Μονάχοι στα παλιά στενά, σα ξένοι περπατούμε
και αγωνίες σκοταδιού τα μάτια αντικρούν
απίλοτα καράβια σε θύελλες που κινούν
μοιάζουν τα βήματα μας, βουβοί που τα κοιτούμε
"Αύριο θα πιάσουμε στεριά" λένε οι επιβάτες
όταν ακούσουν ο καιρός ότι θα μπονατσάρει
Απ' τη καμπίνα μου γελώ κι όταν πια σαλπάρει
τούτο το σαπιοκάραβο σε ρότα δίχως χάρτες
τυχερούς θε να τους πουν, τους αποβιβασμένους
Λοστρόμε, βίρα τα σχοινιά και μείναμε μονάχοι
το φέρετρο σου είναι σιμά στου τιμονιού την άκρη
Σινιάλο στέλνει η μπουρού απ’ τους λησμονημένους
Το βλέμμα μένει στη στεριά, μα η ψυχή μου πάει
ταξίδι δίχως γυρισμό στο μάτι του ανέμου
Στεφάνια πια δε δίνουνε για ήττες του πολέμου
Ώρα καλή στο κύμα αυτό που θα 'ρθει να με πάρει
Καθώς θα σέρνω στο βυθό τ’ όνειρο παγωμένο
με δίχως τέλος θα γελώ για το κατάντημα μου
Από ψηλά θα τα κοιτώ αυτά τα βήματα μου
το πρωινό όταν με βρουν σε δέντρο κρεμασμένο
---
Μονάχοι στα παλιά στενά, σα ξένοι περπατούμε
και αγωνίες σκοταδιού τα μάτια αντικρούν
απίλοτα καράβια σε θύελλες που κινούν
μοιάζουν τα βήματα μας, βουβοί που τα κοιτούμε
"Αύριο θα πιάσουμε στεριά" λένε οι επιβάτες
όταν ακούσουν ο καιρός ότι θα μπονατσάρει
Απ' τη καμπίνα μου γελώ κι όταν πια σαλπάρει
τούτο το σαπιοκάραβο σε ρότα δίχως χάρτες
τυχερούς θε να τους πουν τους αποβιβασμένους
σινιάλο στέλνει η μπουρού απ τους λησμονημένους
με δίχως τέλος θα γελώ για το κατάντημά μου
καθώς θα σέρνω στο βυθό τʽ όνειρο παγωμένο
το πρωινό όταν με βρουν σε δέντρο κρεμασμένο
από ψηλά θα τα κοιτώ αυτά τα βήματά μου
Δια χειρός Νικολάου Μ
Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2008
Οπτασία
Ήταν εκείνη την άναστρη νύχτα
που αδιάφορα προσπέρασες
καθώς κινούσες, ανατολές να χρωματίσεις.
Νύμφη των λιμνών και των ονείρων
Το φεγγάρι ζηλόφθονα σε κοίταξε,
μα χλώμιασε στη λάμψη σου
κι έσβησε, σκυφτό από ντροπή
Δεν τόλμησα τ' άρωμά σου να γευτώ
από φόβο μήπως τυφλωθώ
Ανάσαινα τ' ουρονοπατήματα σου
και θρηνούσα
για τα φτερά που ξόδεψα σε εφήμερες πτήσεις
Άνοιγα με μανία τις παλιές πληγές
πόνο πτώσεων να επαναφέρω
Πλήρη αμνησία..
Η τροχιά σου
ανάγλυφη στο μέρος της καρδιάς
που αδιάφορα προσπέρασες
καθώς κινούσες, ανατολές να χρωματίσεις.
Νύμφη των λιμνών και των ονείρων
Το φεγγάρι ζηλόφθονα σε κοίταξε,
μα χλώμιασε στη λάμψη σου
κι έσβησε, σκυφτό από ντροπή
Δεν τόλμησα τ' άρωμά σου να γευτώ
από φόβο μήπως τυφλωθώ
Ανάσαινα τ' ουρονοπατήματα σου
και θρηνούσα
για τα φτερά που ξόδεψα σε εφήμερες πτήσεις
Άνοιγα με μανία τις παλιές πληγές
πόνο πτώσεων να επαναφέρω
Πλήρη αμνησία..
Η τροχιά σου
ανάγλυφη στο μέρος της καρδιάς
Αναμέτρηση
Παρασκευή 25 Ιανουαρίου 2008
Funeral Band
Τρίτη 22 Ιανουαρίου 2008
Χαμένη Γη
{I badly need a haircut or something in my veins}
γη, που κήπους θέλησες
μύρα ανθών στα όνειρα να φέρνεις
πως απ’ αγκάθια γέμισες!
ξεράθηκες και εφιάλτες θέλγεις
γη, που με πορφύρα ενδύθηκες
μύθους πυράς να κατακτήσεις
πως εμπρός σε μαστροπούς άσεμνα γδύθηκες!
πτώχευσες και τη λάσπη σκύβεις να φιλήσεις
γη, που ατέλειωτη θάλασσα γίνηκες
όλο το αίμα με το κύμα να ξεπλύνεις
πως μες τα νερά σου πνίγηκες!
στέρεψες και ξεχασμένες αμαρτίες ξαναπίνεις
γη, που νέφος με νέφος επορεύτηκες
πως απ’ τον πρώτο ήλιο γοητεύτηκες!
Χάνεσαι πάλι και τώρα ξεψυχάς
γη, που τον πόνο μου μέσα σου κουβαλάς
Τρίτη 15 Ιανουαρίου 2008
My ScreenSaver NoMore
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)