Τέτοια αμηχανία δεν την περίμενε ο Γιάννης. Άλλα ήθελε να πει και άλλα ξεστόμιζε. Όλα χαζά και καθημερινά. Τα επαναλάμβανε κάθε τόσο και κάθε φορά αισθανόταν όλο και πιο ανόητος. Μην μπορώντας να κάνει διαφορετικά, ξεσπούσε σε γέλια. Δεν το περίμενε να ήταν έτσι αυτή η πρώτη συνάντηση κι ας την σχεδίαζαν μήνες τώρα. Όλα όσα είχε σκεφτεί απλώς δεν του ερχόταν στο μυαλό και όσα ερχόταν δεν ταίριαζαν με καμία δύναμη.
Δεν ήταν όμως μόνος, και η Μαρία απέναντι του, κάπως έτσι ένιωθε. Κι εκείνη έβλεπε όλες τις λέξεις που είχε ζωγραφίσει τις τελευταίες βδομάδες, να διαλύονται πάνω στον καμβά προτού προλάβει να τις κάνει φράση. Χαμογελούσε κι εκείνη άθελα της ελπίζοντας στο μεσοδιάστημα να ξαναβρεί την χαμένη παλέτα των χρωμάτων.
Με γέλια και ανόητη κουβέντα πέρασαν πάνω από δύο ώρες μέσα σε εκείνο το μέτριας διακόσμησης Café μέχρι να συνειδητοποιήσουν ότι είχε αρχίσει να βραδιάζει και έπρεπε να πάρουν το Μετρό για το θέατρο που η Μαρία είχε βγάλει εισιτήρια από τον προηγούμενο μήνα. Σε όλη τη υπόλοιπη διαδρομή μέχρι τα καθίσματα του θεάτρου η συζήτηση επέμενε να κινείται σε παρόμοιο μοτίβο. Όταν άρχισε η παράσταση και οι δυο τους ανασάνανε με ανακούφιση. Επιτέλους, για μιάμιση ώρα θα έχουν δικαιολογία να κρατήσουνε το στόμα τους κλειστό.
Μετά το θέατρο, είχανε κλείσει τραπέζι σε ένα αρκετά καλό εστιατόριο. Ευτυχώς τα πράγματα άρχισαν να γίνονται καλύτερα μετά το πρώτο ποτήρι κρασιού. Τα μάτια τους άρχισαν να λένε περισσότερα από κάθε άλλη φορά. Στα κρυφά και διστακτικά στην αρχή, άρχισαν για πρώτη φορά να αγγίζει ο ένας τον άλλο. Η Μαρία οδηγούσε και ο Γιάννης ακολουθούσε χωρίς να φέρνει καμία αντίσταση. Δεν άργησαν να κρατιούνται με χέρια σφιχτά και απλώς να κοιτάζονται στα μάτια αμίλητοι. Κάποια στιγμή ο Γιάννης έσκυψε και φίλησε με όλη του την τρυφερότητα το κατακόκκινο μάγουλο της Μαρίας. Ήταν η πρώτη φορά που ο Γιάννης έπαιρνε πρωτοβουλία και η Μαρία κλείνοντας τα μάτια παραδόθηκε σ’ αυτό το αναπάντεχο χάϊδεμα από τα χείλη του. Όταν τα άνοιξε είδε με τρόμο ένα δάκρυ να κυλά από τα μάτια του Γιάννη. Του χαμογέλασε κι άφησε κι εκείνη ένα διαμάντι να στάξει από τα δικά της μάτια.
Ξέρανε κι οι δυο τους ότι αυτές οι στιγμές δεν επρόκειτο να επαναληφθούν. Ο Γιάννης, Πελοποννήσιος στην καταγωγή, ήταν εφοριακός υπάλληλος σε μια κωμοπόλη της Κρήτης. Ζούσε μόνος του, εδώ και χρόνια, συντηρώντας την μητέρα του με την οποία ήταν εξαιρετικά δεμένος. Ίσως αυτός να ήταν και ο λόγος που δεν είχε παντρευτεί όλο αυτό το διάστημα. Εφήμερες σχέσεις πολλές αλλά καμία δεν άξιζε τόσο όσο να εγκαταλείψει τη μάνα του. Αυτό το ταξίδι στην Αθήνα για να συναντήσει την Μαρία ήταν γι’ αυτόν πολύ μεγάλη απόφαση. Μετά από ένα νεανικό αποτυχημένο φλερτ, ο Γιάννης δεν είχε μάτια για άλλη γυναίκα. Είχε νιώσει τον έρωτα σε όλο του το μεγαλείο και δεν μπόρεσε καμία άλλη κοπέλα να τον συγκινήσει σε αυτό το βαθμό. Μονάχα με την Μαρία ένιωσε παρόμοια ρίγη. Την είχε γνωρίσει τυχαία σε ένα από τα chatroom του διαδικτύου πριν από ενάμιση χρόνο και σιγά-σιγά αυτή η γνωριμία εξελίχθηκε σε κάτι παραπάνω, ή τουλάχιστο έτσι ήλπιζε.
Η Μαρία, δύο μόλις χρόνια μεγαλύτερη του Γιάννη, ήταν απόφοιτη ενός ΙΕΚ αισθητικής. Ποτέ όμως δεν μπόρεσε να δουλέψει πραγματικά σε αυτό που σπούδασε. Είχε μια πολύ άσχημη εμπειρία στην πρώτη της δουλειά και απογοητεύτηκε από τον χώρο του επαγγέλματος της. Δούλευε περιστασιακά σαν γραμματέας σε ένα δικηγορικό γραφείο. Όταν γνωρίστηκε με τον Γιάννη, περνούσε την χειρότερη περίοδο της ζωής της. Ένας αποτυχημένος αρραβώνας συνοδευμένος από μια έκτρωση. Είχε χάσει τον κόσμο κάτω από τα πόδια της όταν το χέρι του Γιάννη απλώθηκε και την άρπαξε. Μαζί του μπόρεσε να ορθοποδήσει και άρχισε να βλέπει την ζωή και τους άντρες με άλλο μάτι. Είχε αρχίσει μάλιστα να πιστεύει σ’ αυτή τη ψηφιακή σχέση με τον Γιάννη και έκανε όνειρα για μια ζωή δίπλα του.
Όμως εκείνο το βράδυ τόσο ο Γιάννης όσο και η Μαρία ένιωθαν ότι τα πράγματα δεν ήταν έτσι όπως τα φανταζόταν και τα έπλαθαν μέσα από τις οπτικές ίνες των modem τους. Τα είχανε συζητήσει πολλές φορές με κάθε δυνατό τρόπο που πρόσφερε η τεχνολογία. Είχανε ψάξει προσεκτικά και με τις ώρες καθεμία παράμετρο των συνθηκών και των αισθημάτων τους αλλά κάθε φορά τους έλειπε ένα βασικό κομμάτι του παζλ. Δεν είχανε ποτέ συναντηθεί και ξέρανε πολύ καλά πως "έρωτας με τα χαιρετίσματα δεν φτουράει". Ο Γιάννης δεν μπορούσε να φύγει από την Κρήτη και λόγω δουλειάς αλλά και λόγω της μητέρας του που ήθελε να βρίσκεται κοντά στον νεκρό, εδώ και δύο σχεδόν δεκαετίες, σύζυγο της. Η Μαρία από την άλλη, δεν ήταν δυνατό να πείσει τους αυστηρών αρχών γονείς της να την επιτρέψουν να ζήσει με κάποιον «άγνωστο» σε άλλο τόπο, ειδικά μετά το κάζο που πήραν με την τελευταία της επιλογή. Όλα ορθώνονταν πελώρια εμπόδια μπροστά τους και ήλπιζαν ότι εάν συναντιόταν θα γινόταν αυτό το κλικ μέσα τους και όλα θα μπορούσαν να τα υπερβούν.
Κλικ όμως δεν ένιωσαν. Είχαν απέραντη αγάπη ο ένας για τον άλλο αλλά όχι αυτό το κάτι παραπάνω να σε βγάζει εκτός λογικής. Αλλιώς ήταν η Μαρία από την webcamera κι αλλιώς την έβλεπε σήμερα ο Γιάννης. Άλλα έλεγε κι έγραφε ο Γιάννης στο MSN και άλλα άκουγε από το στόμα του η Μαρία κι ας χρησιμοποιούσε τις ίδιες ακριβώς λέξεις. Άλλου είδους άνοιξη περιμένανε κι άλλη τους ήρθε. Άνοιξη ήταν, δεν μπορούσαν να το αρνηθούν αλλά όχι με αυτές τις ευωδιαστές μυρωδιές που προσμένανε. Η χημεία τους τελικά δεν μπορούσε να δέσει το γλυκό κι ας ξέρανε πως δεν ήταν η χημεία αλλά η απόσταση που τους χώριζε.
Το υπόλοιπο της βραδιάς το πέρασαν σε ένα ήσυχο μπαράκι μιλώντας για τον έρωτα τους. Τον έρωτα που ενώ τον ένιωθαν κάνανε ότι μπορούσαν για να τον μηδενίσουν. Ξέρανε πως δώδεκα ώρες μιας ημέρας δεν ήταν αρκετές για να πειστούν τα κορμιά τους στο σημείο που είχαν δεθεί οι καρδιές τους. Δεν είχε ξημερώσει καλά-καλά ακόμα όταν βρέθηκαν να αποχαιρετούνε ο ένας τον άλλο. Ο Γιάννης είχε το ταξίδι της επιστροφής και η Μαρία έπρεπε να είναι στο σπίτι όταν θα γύριζαν οι γονείς της από την καθιερωμένη τους επίσκεψη σε ένα μοναστήρι στην Εύβοια. Αυτή τη φορά ήταν η Μαρία που φίλησε τον Γιάννη. Ένα καυτό φιλί στα χείλια. Μόλις το δεύτερο της συνάντησής τους.
Το επόμενο διάστημα και σταδιακά, η ψηφιακή επικοινωνία τους αραίωνε μέχρι που για μια ανόητη αφορμή σταμάτησαν να μιλούν. Μετά από κάποιο διάστημα, η Μαρία παντρεύτηκε τελικά αυτόν που διάλεξαν για εκείνη οι γονείς της και απέκτησε ένα κοριτσάκι που η μοίρα το έφερε να το βαφτίσουν Αθανασία, το όνομα της μητέρας του Γιάννη.
Ο Γιάννης απ’ την άλλη έμεινε ανύπαντρος. Δεν τα κατάφερε να βρει τον έρωτα που ζητούσε. Η Μαρία ήταν ότι το πλησιέστερο του είχε συμβεί ποτέ και το είχε αφήσει να φύγει. Κι αυτό δεν το συγχώρησε ποτέ στον εαυτό του. Από τότε, κάθε χρόνο την ημέρα της Παναγίας, ανέβαινε Αθήνα. Πήγαινε το απογευματάκι σε ένα μέτριας διακόσμησης Café για κανένα δίωρο, μετά θέατρο και στην συνέχεια σε ένα καλό εστιατόριο όπου είχε κλείσει από καιρό ένα τραπέζι για δύο. Τα ξημερώματα τον εύρισκαν πάντα σε ένα μπαράκι να γεύεται καυτά φιλιά από ένα ποτήρι δυνατού αλκοόλ.