Δευτέρα 25 Αυγούστου 2008

Μολυσμένη Πόλη



Σαν ξένο με αγκάλιασες
με έκανες κομμάτια
με έσβησες, με σφάλισες
στα όμορφα μου έκλεισες τα μάτια

Μ’ αδίκησες, με άφησες
να φύγω από κοντά σου
Ζητιάνος να αποζητώ
μια στάλα απ’ τη καρδιά σου



Γιατί με καταδίκασες
να σ’ αγαπήσω τόσο
να σκύψω, ν’ απομακρυνθώ
παρείσακτος να νιώσω!

Τα όνειρα μου έπνιξες
με βούτηξες στον πόνο
Γιατί με εκδικήθηκες
να ικετεύω μόνο!



Δυο μέτρα γης θα σου κρατώ
να απλωθώ σα γείρω
όπως με μόλυνες εσύ
έτσι να σε μολύνω


Κυριακή 17 Αυγούστου 2008

Χάρις Αλεξίου - Οι Δικοί μου Ξένοι



Οι δικοί μου ξένοι, οι πιο μακρινοί
είναι αυτοί που ζουν κοντά μου
Τους κοιτάζω, τους αγγίζω, τους μιλώ
τους ανοίγω την καρδιά μου

Μα ο καθένας ταξιδεύει μοναχός
μέσ’ στην άγνωστη ψυχή του
Ο καθένας στην δική του ξενιτιά
πολεμάει για τη ζωή του

Οι δικοί μου ξένοι... είν’ οι αγαπημένοι

Οι δικοί μου ανθρώποι ζούνε μακριά
κι από μακριά αγαπάνε
Έτσι μεγαλώνει ο κόσμος κι η καρδιά
και θυμόμαστε όπου πάμε

Μα ο καθένας ταξιδεύει μοναχός
κι αδελφή ψυχή γυρεύει
Και στα κρύσταλλα κομμάτια της καρδιάς
την αλήθεια του λαξεύει

Οι δικοί μου ανθρώποι... της καρδιάς μου οι τόποι
Οι δικοί μου ανθρώποι... της καρδιάς μου οι τόποι

{Στίχοι/Μουσική: Χαρούλα Αλεξίου}

Σάββατο 9 Αυγούστου 2008

Νερόλακκος


Άγρια ανάγκη, δυνατή
ως έρωτα μεγίστη ηδονή
ως ύστατη ανάσα για ζωή

Ώρα κοινή, όλων των ζώων προσμονή
τρίτη μεταμεσημβρινή
η ώρα που τους έλκει ιερή

Ένας νερόλακκος και η πορεία τους μοναχική
μια εμπειρία τόσο μαγική
χαμένες οι φοβίες και τα μίση ‘κείνη τη στιγμή

Απόλαυση μοναδική
όταν η φύση δεν λέει να κρατηθεί
καθώς η δίψα κλείνει κάθε ανοιχτή πληγή

Κι έπειτα ξανά απ’ την αρχή
Όλα τα ζώα επιστρέφουνε στη γνώριμη σκηνή
να γίνουν θύματα ή σαρκοφάγοι κυνηγοί

Έτσι μου μοιάζει κι η δική μας αφορμή
Ένας νερόλακκος να περιμένει κάπου ‘κει
να συναντιόμαστε για μια αγκάλη τρυφερή
για ένα μοναχά φιλί
να ξεδιψάμε, μήπως κι αντέξουμε ακόμα μία ανατολή

Δευτέρα 4 Αυγούστου 2008

Το Παρόν

Το παρακάτω κείμενο το έλαβα σήμερα από το ηλεκτρονικό μου ταχυδρομείο και ένιωσα τέτοια ομορφιά που θέλω να την μοιραστώ μαζί σας...
(ο επίλογος στο τέλος δεν ανήκει σε μένα αλλά τον υιοθετώ μέχρι κεραίας)



Δύο άνδρες, και οι δύο σοβαρά άρρωστοι, έμεναν στο ίδιο δωμάτιο ενός νοσοκομείου. Ο ένας άνδρας αφηνόταν να σηκωθεί όρθιος στο κρεβάτι του για μία ώρα κάθε απόγευμα για να κατέβουνε υγρά από τα πνευμόνια του. Το κρεβάτι του βρισκόταν δίπλα στο μοναδικό παράθυρο του δωματίου. Ο άλλος άνδρας έπρεπε να περνάει όλη την ώρα του ξαπλωμένος. Οι άνδρες μιλούσαν για ώρες αδιάκοπα. Μιλούσαν για τις γυναίκες τους και τις οικογένειές τους, τα σπίτια τους, τις δουλειές τους, τη θητεία τους στο στρατό, που πήγαν διακοπές...

Κάθε απόγευμα, όταν ο άνδρας δίπλα στο παράθυρο μπορούσε να σηκωθεί, περνούσε την ώρα του περιγράφοντας στον «συγκάτοικό» του όλα όσα μπορούσε να δει έξω από το παράθυρο. Ο άνδρας στο άλλο κρεβάτι άρχιζε να ζει για αυτές τις περιόδους μίας ώρας όπου μπορούσε να ανοιχτεί και να ζωογονηθεί ο δικός του κόσμος από όλη τη δραστηριότητα και το χρώμα από τον κόσμο εκεί έξω.

Το παράθυρο έβλεπε ένα πάρκο με μια όμορφη λιμνούλα. Πάπιες και κύκνοι έπαιζαν στα νερά ενώ παιδιά αρμένιζαν τα καραβάκια τους. Ερωτευμένοι νέοι περπατούσαν χέρι-χέρι ανάμεσα σε κάθε χρώματος λουλούδια και μια ωραία θέα του ορίζοντα της πόλης μπορούσε να φανεί στο βάθος. Καθώς ο άνδρας στο παράθυρο περιέγραφε όλο αυτό με θεσπέσια λεπτομέρεια, ο άνδρας στο άλλο μέρος του δωματίου έκλεινε τα μάτια του και φανταζόταν αυτό το γραφικό σκηνικό.

Ένα ζεστό απόγευμα, ο άνδρας στο παράθυρο περιέγραφε μία παρέλαση που περνούσε. Αν και ο άλλος άνδρας δεν μπορούσε να ακούσει τη φιλαρμονική, μπορούσε να τη δει στο μάτι του μυαλού του καθώς ο κύριος δίπλα στο παράθυρο το απεικόνιζε με παραστατικές λέξεις.

Μέρες, βδομάδες και μήνες πέρασαν...

Ένα πρωί, η πρωινή νοσοκόμα ήρθε να τους φέρει νερά για το μπάνιο τους μόνο για να δει το άψυχο σώμα του άνδρα δίπλα στο παράθυρο, ο οποίος πέθανε ειρηνικά στον ύπνο του. Ξαφνιάστηκε και κάλεσε τους θεράποντες ιατρούς να πάρουν το νεκρό σώμα. Όταν θεωρήθηκε πρέπον, ο άλλος άνδρας ρώτησε αν θα μπορούσε να μεταφερθεί δίπλα στο παράθυρο. Η νοσοκόμα ευχαρίστως έκανε την αλλαγή, και εφόσον σιγουρεύτηκε ότι ο άνδρας αισθανόταν άνετα, τον άφησε μόνο.

Σιγά, επώδυνα, στήριξε τον εαυτό του στον ένα του αγκώνα να δει για πρώτη φορά του τον έξω κόσμο. Πάσχισε να γείρει να δει έξω από το παράθυρο δίπλα στο κρεβάτι. Αντίκρισε ένα λευκό τοίχο.

Ο άνδρας ρώτησε τη νοσοκόμα τι θα μπορούσε να ανάγκασε το συχωρεμένο συγκάτοικό του να του περιγράφει τόσο έξοχα πράγματα έξω από το παράθυρο. Η νοσοκόμα αποκρίθηκε πως ο άνδρας ήταν τυφλός και δεν μπορούσε να δει ούτε τον τοίχο. Πρόσθεσε, «Ίσως ήθελε απλά να σου δώσει θάρρος».

Επίλογος:
Υπάρχει πελώρια ευτυχία στο να κάνεις τους άλλους ευτυχισμένους, παρά τη δική μας κατάσταση. Μοιρασμένη λύπη είναι μισή λύπη, αλλά η ευτυχία, όταν μοιράζεται, διπλασιάζεται. Αν θες να νιώθεις πλούσιος, απλά μέτρα όλα τα πράγματα που έχεις τα οποία δεν αγοράζονται με χρήματα. Το σήμερα είναι ένα δώρο, γι' αυτό αποκαλείται «Το παρόν».

Σάββατο 2 Αυγούστου 2008

Linton Kwesi Johnson - Loraine


-- αφιερωμένο --



Whenever it rains I think of you
And I always remember that day in May
When I saw you walking in the rain
I know not what it was nor why
For ususally I'm quite shy
I ax'd your name, you smile and said Lorraine
I ax'd if I could share your umbrella
You smiled and said what a cheeky little fella

Now I'm standin' in the rain in vain, Loraine
Hoping to see you again
Tears fall from me eyes like rain, Loraine
A terrible pain in me brain, Loraine
You're drivin' me insane

Whenever it rains I think of you
And I always remember that day in May
When I saw you walking in the rain
I know not what it was nor why
For ususally I'm quite shy
but from the moment I saw you
I knew, that I needed you in my life
from that moment on I knew
that I wanted you for my wife

Now I'm standin' in the rain in vain, Loraine
Hoping to see you again
Tears fall from me eyes like rain, Loraine
A terrible pain in me brain, Loraine
You're drivin' me insane

Whenever it rains I think of you
And I always remember that day in May
When I saw you walking in the rain
I know not what it was nor why
For ususally I'm quite shy
I said let's go back to my place for some coffee
You frown and said well, kiss me batty
I fell so ashamed, I did not even notice
When your bus came, and went again

Now I'm standin' in the rain in vain, Loraine
Hoping to see you again
Tears fall from me eyes like rain, Loraine
A terrible pain in me brain, Loraine
You're drivin' me insane, Loraine, Loraine, Loraine