Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2009

Πουλημένη Επανάσταση

Εκτός μίας ή δύο εξαιρέσεων, ποτέ μου δεν έχω αναρτήσει εδώ σε πρώτο πρόσωπο. Ποτέ μου δεν ένιωσα πρωταγωνιστής σε αυτό το θέατρο που ονομάζεται «ζωή». Να όμως που σαν απομένεις μονάχος πάνω στη σκηνή όλα αναγκάζεσαι να τα κάνεις σύμφωνα με το πρωτόκολλο.

Πριν 2-3 χρόνια βρήκα την δύναμη να κάνω την επανάσταση μου. Να κοιτάξω στο καθρέφτη και να μην με φτύσω. Ξέθαψα τον εαυτό μου, πείρα τα καθημερινά, έσκισα κάθε ανάμνηση και γύρισα στην αρχή. Κάμποσα χρονάκια πετάχτηκαν στα σκουπίδια αλλά το έκανα με ευχαρίστηση. «Λύτρωση» το ονόμαζα. Ξανάγινα 16 ετών κι άρχισα και πάλι να ζω, γρήγορα για να με προλάβω.

Κι έφτασα στο σήμερα. Και σταμάτησα να δω την πορεία μου. Σας ορκίζομαι ότι γέλασα πολύ. Αλλά πολύ όμως! Μια ολόκληρη επανάσταση, τόσος πόνος και δάκρυ που έσπειρα μόνο και μόνο για να ξανακάνω πάλι τα ίδια ακριβώς λάθη. Να πατήσω πάνω στα ίδια βήματα και να βρεθώ και πάλι στο ίδιο δίλλημα. Βρε να πάρει, να πάρει, ούτε μια στροφή διαφορετική, ούτε μια ευθεία αλλιώτικη.

Δεν ξέρω τι μ’ έπιασε εκεί μέσα στην αστεία κατάσταση που βρισκόμουνα και μου ήρθε στο μυαλό μια φίλη από τα παλιά. Να της μιλήσω, κάτι να μου πει εις χάρη των περασμένων στιγμών, να ξεμπλοκάρω. Πως να την βρω μετά τόσα χρόνια; Νόμιζα ότι είχα ξεχάσει και το επώνυμο της αλλά το θυμήθηκα αμέσως μόλις μπόρεσα κάπως να συγκεντρωθώ. Ο τηλεφωνικός κατάλογος δεν βοήθησε. Θα κοιτάξω τα γράμματα της είπα, κάπου εκεί θα είναι το τηλέφωνο της. Α, ναι! Τα γράμματα! Οι μοναδικές αναμνήσεις που κράτησα. Τόσες άχρηστες λέξεις! Τα καημένα τα δέντρα που κόπηκαν για το χαρτί που σπαταλήθηκε. Κατά λάθος άρχιζα να διαβάζω το τελευταίο της γράμμα. Ω! πόσο έκλαψα. Ξεριζώθηκε η ψυχή μου με την αλήθεια που αντίκριζα.

«..Με είχες τρομάξει. Είχες κι ίσως έχεις τον θάνατο στη σκέψη σου πάντα... Απ’ όλα εκείνα έμεινε ένας φόβος... Ούτε κι εσύ θα ξαναγράψεις, ούτε θα τηλεφωνήσεις... Άσε να ζήσω τα όνειρα, τις επιθυμίες μου, τους φόβους μου όπως θέλω εγώ... Ο δρόμος που διάλεξα είναι ανθρώπινος και αν και πολύ γήινος βρίσκομαι στα ουράνια και σε παρακαλώ μη με γκρεμίσεις. Κανείς δεν μπορεί να σκοτώνει άλλων καρδιές μόνο επειδή πληγώθηκε η δικιά του. Αντίο...»

Κι αυτά μου τα ‘λεγε ένα 17χρονο! Μα τόσο έξω είχα πέσει! Τόσο τυφλός ήμουνα! Κάπου έχασα τη μπάλα. Κοίτα να δεις τελικά που όλες οι λέξεις δεν ήταν και τόσο άχρηστες. Κοίτα να δεις, σκέφτηκα, που αυτές οι φράσεις ήταν αυτό που χρειαζόταν για να κάνω την υπέρβαση μου. Να κάνω τελικά αυτό που από τότε έπρεπε να κάνω για να ξεφύγω, μια για πάντα. Να πάρω επιτέλους τη σωστή στροφή. Α! βρε Ι.., ακόμα και μετά από τόσα χρόνια, πάλι μόνο εσύ μου άπλωσες το χέρι.

Μερικοί από εσάς μ’ έχετε γνωρίσει μαζί με το σακούλι που με κουβαλά. Ορισμένοι έχετε δει μόνο την μάσκα που με τα χρόνια κατασκεύασα και φοράω για να γίνω αποδεκτός. Όλοι σας όμως έχετε ακούσει από εδώ την μονότονη κραυγή της ψυχής μου.

Πως με αντέχετε τόσο καιρό!!??
Εγώ με βαρέθηκα.
Κουράστηκα.

Ο ρόλος αυτός με γονάτισε και δεν θα βαδίσω άλλο.



Θεέ, εσύ που όλα έχεις κάνει από χώμα και νερό
κάνε κι εμένα λάσπη, να πάψω να ‘μαι άνθρωπος
{Μίλαν Κούντερα}

Πέμπτη 1 Οκτωβρίου 2009

Άσπρες Μπλούζες


Γιατί να κρυφτώ στις γωνίες δεν μπορώ;
Είναι που βρίσκεσαι μέσα τους.

Γιατί το γυαλί το πόνο δεν μου διώχνει;
Αδειάσανε οι κύλινδροι.

Γιατί φύγανε οι φίλοι;
Εσύ τους έδιωξες που θαρρούσες πως δε σ’ αξίζανε.

Γιατί η νύχτα δεν μου μιλάει πια;
Ακόμη δεν σκοτείνιασε.

Γιατί δεν μπορώ ν’ ακούσω τη φωνή μου;
Στερέψαν οι αναστεναγμοί.

Μάνα, θα μεγαλώσω;
Ψηλός θα γίνεις γιέ μου σα τη λεύκα και σα το πλάτανο γερός.

Γιατί το δείλι είναι τόσο φωτεινό;
Το αίμα σου καλέ μου, κοκκίνισε τον ήλιο.