Το πατρικό μου σπίτι θα έλεγε κανένας ότι ήταν το πιο αλλόκοτο κτίσμα του χωριού. Ένα διώροφο που όπως έλεγε ο πατέρας μου ξεκίνησε για μύλος αλλά στην πορεία μετατράπηκε σε αποθήκη και αργότερα έγινε η οικογενειακή μας εστία. Το είχαν φυτέψει στην άκρη του χωριού στην κορυφή ενός μικρού λόφου. Θα πρέπει να παραδεχτώ ότι η θέα από εκεί ήταν καταπληκτική καθώς μπορούσες να επιβλέψεις με εξαιρετική ευκολία κάθε είδους δραστηριότητα που συνέβαινε στον όχι και μικρό οικισμό στους πρόποδες του λόφου. «Εδώ θα έπρεπε να είχαν φτιάξει την Ασφάλεια» έλεγε καμιά φορά χαριτολογώντας ο πατέρας μας, ρίχνοντας λοξές ματιές στη μάνα μας. Όχι ότι ήταν περισσότερο κουτσομπόλα από τις υπόλοιπες γυναίκες του χωριού, αλλά έπαιρνε αυτό το περίεργο ύφος όταν εκτελούσε τα «χρέη της» που την παρομοίαζες με γάτα που κιαλάριζε κάποιο άτυχο ποντίκι ή πουλί.
Η αυλή του σπιτιού τεράστια αλλά κατάξερη. Ο καημένος ο πατέρας μου, με την βοήθεια του θείου μου, είχε κάνει άπειρες προσπάθειες να πρασινίσει τον τόπο αλλά όλα μάταια. Κάτι μυγδαλιές μόνο κατάφεραν να επιβιώσουν σ’ αυτό το κατακόκκινο χώμα. Κι είναι να απορείς πως είναι δυνατό τόσο ευαίσθητα δέντρα να καταφέρνουν να ανθίζουν σε αυτή τη κατάρα από τόπο. Η μάνα μου βέβαια πάντα φρόντιζε να ομορφαίνει τον χώρο με δεκάδες γλάστρες από λογής-λογής λουλούδια και φυτά. Μέχρι που το πείρε απόφαση και ο πατέρας μου και άρχισε κι εκείνος να φτιάχνει τον μπαχτσέ του μέσα σε γλάστρες. Ντομάτες, πιπεριές, μελιτζάνες και ότι άλλο μπορείς να φανταστείς, τα είχαμε εμείς σε γλάστρες.
Στο πίσω μέρος του σπιτιού υπήρχε ένα στενόμακρος τριγωνικός χώρος με πολύ κατηφορικό έδαφος. Ξεκινούσε φαρδύς ίσα με το πλάτος του σπιτιού και κατέληγε πολύ στενός, όχι περισσότερο από δύο μέτρα, στο τέρμα του οικοπέδου όπου υπήρχε ένας διόλου ευκαταφρόνητος γκρεμός, πάνω από δέκα μέτρα ύψος. Εντελώς αφιλόξενος χώρος. Κακοτράχαλος, γεμάτος από γλιστερές πλάκες και κοντοπίθαμα πουρνάρια. Η μόνη ομορφιά του μια αγριοτριανταφυλλιά στο τέρμα του, ακριβώς πάνω στο χείλος του γκρεμού.
Την θυμάμαι αιωνίως φουντωτή γεμάτη από κοκκινωπά ανθάκια. Άλλα μεγαλύτερα, άλλα μικρότερα, άλλα μόλις να προσπαθούν να ανοίξουν κι άλλα κιτρινισμένα να περιγράφουν με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο την ματαιότητα της ζωής. Κανένα όμως από αυτά δεν θύμιζε πραγματικό τριαντάφυλλο. Δεν είχαν ποτέ ούτε τη χάρη, ούτε την ομορφιά αυτού που λέμε ρόδο. Παρόλα αυτά η συγκεκριμένη αγριοτριανταφυλλιά ήταν η αχώριστη φιλενάδα μου. Όχι μόνο γιατί ήταν το μοναδικό φυσικό πράσινο που υπήρχε στο σπίτι μας αλλά γιατί για ένα περίεργο λόγο ένιωθα ότι με άκουγε όταν της μιλούσα. Αυτή και μια χελώνα, περιπλανώμενος περιηγητής του ευρύτερου χώρου, ήταν οι μοναδικοί φίλοι των παιδικών μου χρόνων. Βλέπεις από μικρός είχα πάντα ένα πρόβλημα κοινωνικοποίησης. Πάντα ήμουν ο τελευταίος που έπαιρνε κάποιος στην ομάδα του όταν παίζαμε ποδόσφαιρο στην αλάνα του χωριού. Θέλεις γιατί ήμουν από τους πιο αδύναμους της παρέας, θέλεις γιατί ήμουν ο μοναδικός που φορούσα γυαλιά, θέλεις γιατί πάντα προσπαθούσα να πάρω το δίκαιο των αδυνάτων, όπως και να το πάρεις πάντα ένιωθα παραγκωνισμένος από τα υπόλοιπα παιδιά της ηλικίας μου. Και ίσως να μην είχαν εντελώς άδικο. Σπασίκλας ήμουν πάντα και αντιδραστικός. Άσπρο έλεγαν αυτοί, μαύρο έλεγα εγώ. Πάνω πήγαιναν αυτοί, κάτω πήγαινα εγώ. Έτσι πορεύτηκα και στην υπόλοιπη ζωή μου. Πάντα από το ένα άκρο στο άλλο. Πότε στην μια πλευρά του περιθωρίου και πότε στη άλλη. Τη μια στα ύψη με τους κυρίους και τις κυρίες της υψηλής κοινωνίας και την άλλη στα καταγώγια παρέα με τα χειρότερα αποβράσματα της κοινωνίας.
Σε καμιά γωνιά της κοινωνίας δεν μπόρεσα ποτέ να κάνω φίλους. Εκτός από αυτή την αγριοτριανταφυλλιά στο τέρμα της πίσω αυλής. Σε αυτή προσέτρεχα και στη λύπη και στη χαρά μου. Άπειρες φορές έκλαψα στην ρίζα της για την αποξένωση που δεχόμουνα από τον παιδικό μου περίγυρο. Και εκείνη σε κάθε δάκρυ που άφηνα να τρέξει, ένιωθα ότι έγερνε τα ανθάκια της και με χάιδευε απαλά στα μαλλιά. Θα μπορούσα μάλιστα να ορκιστώ ότι πολλές φορές την άκουγα να μου μιλά κιόλας. Λόγια παρηγοριάς και συμπαράστασης. Άλλοτε μου έδινε συμβουλές για προβλήματα που με απασχολούσαν. Όπως για παράδειγμα εκείνη τη φορά που χάρις στα δικά της άνθη κέρδισα το πρώτο φιλί από τα χείλη ενός παιδικού μου έρωτα.
Η σχέση μου με την αγριοτριανταφυλλιά κάθε μέρα γινόταν όλο και πιο στενή και ήταν κάτι παραπάνω από φιλική. Ήταν για μένα φίλη, ερωμένη, πατέρας, μάνα, αδερφός και ήταν σίγουρο ότι και εκείνη είχε ακριβώς τα ίδια αισθήματα για μένα. Ότι θα ήθελε κάποιος από τον τέλειο σύντροφο. Για παράδειγμα, θυμάμαι ότι μια φορά της είχα πάει και τον έλεγχο από το σχολείο και προσπαθούσα να της δικαιολογήσω το χαμηλό μου βαθμό στα Νέα Ελληνικά. Και όσο περνούσε ο καιρός η αγάπη μας γινόταν όλο και μεγαλύτερη. Ώσπου ήρθε εκείνη η καταραμένη μέρα.
{συνεχίζεται}