
Ξεφυλλίζουν ανύπαρκτα δειλινά
και κλαίνε
Αργοχορεύουν Ζάλογγους
γύρω απ’ το ίδιο δέντρο
που χάρασσα κρυφά,
με τα λειψά ονόματα
και τα κομμένα κλαδιά
Ανθίζουνε τα βράδια
και μαραζώνουν
σ’ ένα ποτήρι κρασί
Αναζητούν απέλπιδα
τσεκούρια να υψώσουν
κι η φλούδα σκληραίνει
και τα ονόματα βουβά
κι ένα σχοινί σφίγγει
(όπως τα δάχτυλα, στο ποτήρι που αδειάζει)
και τα κλαδιά σπάνε
και... που και που
κλαίνε
Δε μήνυσες ποτέ.
Ντύθηκε το πουκάμισο;
Είδες την Ελένη;
Εγώ, στην Τροία πάντα ξεψυχώ
ή σ’ άλλη πόλη χαμένη