Παρασκευή 29 Φεβρουαρίου 2008

Άσπρο

Όσο κι εάν προσπάθησα
να σταθώ στην άσπρη πλευρά
των πραγμάτων...
δεν μπόρεσα...

Ότι άσπρο κυκλοφορεί
μοιάζει με αφρός μανιασμένων κυμάτων,
οργή...
θυμός...
γι' αυτό που είμαι συμμέτοχος

ή άσπρο της λήθης
αυτό που κυλάς στις φλέβες σου
για να επαναπροσδιορίζεσαι
και να ξεφεύγεις,
να σε μικραίνει στη ψυχή
και να σε γερνά στο σώμα,
μήπως με κλειστά μάτια
αντικρίσεις περισσότερο φως

{αρχική παρουσίαση, ως σχόλιο στο blog Dark Virtual Poetry}

Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2008

Επαναστάτης


Μάτια που να 'βρω να κοιτάξω πίσω
μα κι αν το βλέμμα μου γυρίσω
τα ιδανικά μου πως ν' αφήσω!
Ίσως τα μάτια μου πρέπει να κλείσω!

Πείρα ένα δρόμο που δεν έχει ιστορία
Είναι αυτή που έχω ιδιορρυθμία
στο τέλος βρίσκει κανείς ιδιοφυία
ή θύμα γίνεται για μια ψυχολογία

Τέτοιο σα θέλω μπορώ να δώσω τέλος
του έρωτα μου όπως σάπισε το βέλος
περιθωριακό που έγινα της κοινωνίας μέλος
παρόμοιο ένιωσα και ίσως να νιώσω δέος

Φτιάχνουνε όνειρα, τα όνειρα να θάψουν
σβήνουν φωτιές, άλλες φωτιές ν' ανάψουν
τα χέρια τους τα ίδια, μια μέρα θα τα κάψουν
την ανθρωπότητα στο αίμα θα την βάψουν

Ώρα για μένα και πάλι να φωνάξω
του σκοταδιού τα άδυτα θα ψάξω
τον εαυτό μου στον καθρέφτη θα κοιτάξω
τη νέκρα γύρω μου για λίγο να ταράξω

(08 Δεκ 1989)

Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2008

Μάτια του ανέμου

Η παρούσα ανάρτηση γίνεται μετά από σχετική παράκληση της Μαρίας Ρ .
Παρακαλώ συγχωρήστε το νεανικό της γραφής.
Λοιπόν Μαρία... για τα μάτια σου μόνο!


Πως πέρασε ο μήνας δεν θυμάμαι
μονάχος στο κρεβάτι μου κοιμάμαι
η μοναξιά με κάνει να ξεχνάω
στα περασμένα πια δεν σταματάω

Ξεκίνησα για μάχη δειλά και μπερδεμένος
Ξέφυγα από τα δόντια τους μισοπεθαμένος
Eκείνον που με ξύπνησε πάλι αντρειωμένο
τον έχω ολοκληρωτικά καταστρεμένο

Σηκώθηκα και κοίταξα τον κόσμο που γελάει
και μεσ' το κρύο φώναξα αν κάποιος μ' αγαπάει
Τα χρόνια μου δεν έφτιαξαν τον κόσμο που ζητάω
Παιδάκι έμεινα κι όμως στο σώμα μου γερνάω

Αγάπησα, με πόνεσαν, μα τους αγάπησα ξανά
Με έριξαν, σηκώθηκα και μ' έριξαν για άλλη μια φορά
Τρελάθηκα, βαρέθηκα να τρέχω από μπροστά τους
Να ξεψυχήσω θα 'θελα τώρα ανάμεσα τους

Μην περιμένεις την φωτιά, φίλε εαυτέ μου
τα μάτια της κοιτάνε μονάχα μάτια του ανέμου

Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2008

Δεν έχω δύναμη


Δεν έχω δύναμη παρά την τρέλα
να λέω για λάθη που δεν πειράζουνε κανένα
να ακούω λόγια που δεν λέγονται από στόμα
να νιώθω υπάρξεις που δεν κλείνονται σε σώμα

Και βλέπω κόσμους απ’ τον κύκλο να ξεχνιούνται
για κάποια κύτταρα κάπου αλλού για να γεννιούνται
Δεν έχω δύναμη παρά αυτήν της τρέλας
να ξέρω πράγματα που δεν έμαθε κανένας

{4 Μαΐ 1989}

Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2008


Εσείς θα μιλάτε για Έρωτα

κι εγώ για Θάνατο

Κάπου διάβασα ότι

και τα δυο

το ίδιο ψύχος φέρνουν

μετά απ’ το πέρασμά τους


{κάθε σχέση με την ανάρτηση της Μαρίας Ρ είναι εντελώς συμπτωματική}

Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2008

Ώρα για ύπνο


Το κηροπήγιο κατάπιε το κερί
σα χούφτα που φυλάκισε
ψηλόλιγνο κορμί
(της μοναξιάς εργάτη
συνάδελφο της λύπης)
που αρνείται να πετάξει

Βουβάθηκε η αναμονή
κι αξία πια δεν έχει
Ούτε κι η νύχτα μ’ ομιλεί
και δεν με συναρπάζει

Ανούσια ξοδεύτηκα ...
για όλα και για τίποτα
επέρασε η ώρα

Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2008

Ψυχή μου


{για το Αερικό, που προσπαθεί να με ξυπνήσει}

Αέρινη ψυχή μου
να σε ξυπνήσω, πως!
όταν το αύριο
εφημερεύει συνεχώς
όμως σε άλλη πόλη

Ψυχούλα μου,
στο παρελθόν θα βυθιστώ
και ένα μαύρο αύριο
για σε θα ονειρευτώ
με νύχτα να σε ντύσω όλη

Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 2008

Χίλια Κομμάτια


Εάν αγκάλιαζα μια βόμβα

δυο δευτερόλεπτα πριν «σκάσει»,

όλα τα κομμάτια μου μαζί

(στον αέρα όπως θα σκορπούσα),

αναρωτιέμαι εάν θα ήταν

να σε κερδίσω, αρκετά

Παρασκευή 15 Φεβρουαρίου 2008

Σε θέλω σκέτη


θέλω να σε πιω σκέτη

δίχως σκουλαρίκια
τρύπες στα αυτιά ή στη μύτη

αχτένιστη άγρια φύση

με τις ρυτίδες να ομολογούν
τιμή απ’ τις αλήθειες σου

αυθεντική
φεγγάρι σε άναστρο ουρανό

σιχαίνομαι το κραγιόν στα χείλη
μ’ ανάβει το κόκκινο των ματιών σου

«ψυχή μου» σε θέλω σκέτη
όπως πίνω το ουίσκι
να καίγομαι και να μην ξεδιψώ

Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2008

Αγάπη στην άσφαλτο


είν' τ’ αποτύπωμά μας, λένε, σαν μια φρεναρισιά
για τους πολλούς, μια έντονη γραμμή που ξάφνου σταματά
ενώ σε άλλους, μια καμπύλη που όλο αχνοσβήνει.
μεσ’ την καρδιά μου, η δική σου συνεχώς, κύκλους αφήνει

Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2008

Αθώωση


{εμπνευσμένο από ανάρτηση της
Μαρίας Ρ στο blog
Dark Virtual Poetry}


Αγαπητή μου κυρία
μην τρομάζετε που δεν έχω μάτια,
μου εκλάπησαν μέσα από τις παλάμες
από έναν καλοπροαίρετο δικαστή
Ο άμοιρος, πίστευε την αλήθεια πως
αναγιγνώσκει εις αυτά
Θα αντιλαμβάνεστε τώρα βέβαια
τους λόγους της αθώωσης σας!

Παρασκευή 8 Φεβρουαρίου 2008

Παλτό

Δυονών παλτό, αμφίεση ζεστής περιβολής
ανθρώπων ετερόφυλων ζωής καθημερνής,
ανάμεσα στο πλήθος των άλλων ενδυμάτων,
τα βλέμματα, ξάφνου ανταμωθήκαν,
καθώς οι ώμοι των τυχαίως συγκρουστήκαν

χαμογελάσαν και τα δυο γι’ αυτήν την αβλεψία
χαιρετισμού εγκάρδιου που έγινε αιτία
και απροσδόκητου θερμού εναγκαλισμού.
χαρούμενα αμφότερα απομακρυνθήκαν
καθώς οι ιδιοκτήτες των (βρίζοντας από μέσα τους) απλώς προσπεραστήκαν

Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου 2008

Μετάβαση


να πως οι καλοί, γίνονται αισχρότατοι

Δεν έχω μάτια να κοιτούν τις ομορφιές του κόσμου
ακούω τ' άσχημα όπου και να βρεθώ
και πάντα ξέρω το κακό μόνο να κυνηγώ
Θεέ, τ' άδικο μάτια που καίνε δώσ’ μου

Δεν έχω χείλια να γευτούν την γλύκα των φιλιών
προδοσία είναι για μένα το κάθε τους φιλί
και για προδότες η φωνή μου υβριστικά μιλεί
Θεέ, δωσ' μου κραυγή να στέλνει τ' άδικο στα βάθη των σπηλιών

Δεν έχω χέρια να χαϊδεύουν κάτι το αγνό
οσφρίζομαι το θάνατο και πόνο τραγικό
και πάντα αγγίζω θύματα με απάνθρωπο χαμό
Θεέ, δώσ’ μου αγκάλη που πνίγει τ' άδικο από το λαιμό

Καρδιά δεν έχω άλλες καρδιές να αγαπά
μονάχα μίσος νιώθει γι' αυτά που αναζητά
κι αν τον παράδεισο, για το κακό που κυνηγώ, κληρονομήσω
Θεέ μου, πως να μην αυτοκτονήσω!

Πάντα ας μείνω τραγικός ανιχνευτής του πόνου
Ας κλείνω πάντα το κακό στην άβυσσο του φόβου
Κι όταν οι άλλοι άνθρωποι θα βγουν να με δικάσουν
Θεέ μου, κάνε το κακό ποτέ να μην ξεχάσουν
κι έτσι αισχρή όπως θα έχω μοίρα
Θεοί, της φυλακής κλειδώστε μου τη θύρα

Τετάρτη 6 Φεβρουαρίου 2008

Αγριοτριανταφυλλιά (μέρος 2/2)

Δεν θυμάμαι ακριβώς πως έγινε. Καθώς κατηφόριζα το επικίνδυνο μονοπατάκι προς την αγαπημένη μου, κάπου παραπάτησα λίγα μέτρα μακριά της. Έχω την εντύπωση ότι πρέπει κατά λάθος να πάτησα πάνω στο καύκαλο της χελώνας που έτυχε να βρίσκεται εκείνη τη στιγμή κάτω από την δρασκελιά μου. Μέσα σε κλάσμα δευτερολέπτου βρέθηκα προς στιγμή στον αέρα και αμέσως μετά «έσκασα» με την πλάτη πάνω στο έδαφος και τα πόδια μου ψηλά προς τα πάνω. Το επόμενο που θυμάμαι είναι να γλιστρώ με ιλιγγιώδη ταχύτητα προς το γκρεμό στο τέρμα του οικοπέδου. Με απόγνωση προσπαθούσα να πιαστώ από κάπου, για να σταματήσω αυτή τη ξέφρενη πορεία μου στην άβυσσο. Μάταιο, ότι χούφτωνα ή κόντραρα με τα πόδια, ξεκολλούσε από το χώμα και κατρακυλούσε προς τον γκρεμό πιο γρήγορα από εμένα.

Τα δευτερόλεπτα περνούσαν βασανιστικά αργά λες και η τιμωρία μου ήταν να νιώσω την πτώση μου σε όλο της το μεγαλείο. Σάμπως και θα μετάνιωνα ποτέ για ότι είχα κάνει στην άμοιρη έως τότε ζωή μου. Πάντως είναι αλήθεια ότι σε παρόμοιες περιπτώσεις περνάει όλη η ζωή μπροστά από τα μάτια σου. Για ένα περίεργο λόγο το δικό μου φιλμ σταμάτησε πεισματικά όταν είχα σπάσει μια από τις αγαπημένες γλάστρες της μητέρας μου προσπαθώντας να μάθω να σουτάρω όπως τα άλλα παιδιά του χωριού μήπως και με βάλουν την επόμενη φορά στην ομάδα τους.

Ακόμα και οι αιώνες όμως κάποια στιγμή τελεύουν. Έτσι και σε μένα. Δεν άργησα να νιώσω από κάτω μου το απόλυτο κενό. Πρέπει να είχα προσπεράσει πλέον το χείλος του γκρεμού γιατί ένιωσα το ύψος να πιέζει αφόρητα το στομάχι προς τα κάτω. Η αίσθηση της βαρύτητας.

Το επόμενο που θυμάμαι είναι να χάσκω πάνω από το γκρεμό με το δεξί μου χέρι να κρατά σφιχτά το ισχνό κορμάκι της αγριοτριανταφυλλιάς. Δεν ξέρω που βρήκα την δύναμη να ανασηκώσω όλο μου το σώμα με ένα χέρι, αλλά το μόνο που σκεφτόμουν εκείνη τη στιγμή ήταν να αντέξει η ρίζα της φιλενάδας μου. Την έβλεπα να λυγίζει από το βάρος μου και να φουσκώνει το λιγοστό χώμα γύρω της και μ’ έπιανε κρύος ιδρώτας. Δεν φοβήθηκα τόσο πολύ από την πτώση μου όσο εκείνη την στιγμή που την έβλεπα να είναι έτοιμη να ξεριζωθεί.

Τελικά τα κατάφερα. Την είχα γλυτώσει με πολλαπλές εκδορές στην πλάτη, τους αγκώνες και μια βαθιά πληγή στην δεξιά παλάμη μάλλον από κάποιο αγκάθι του κορμού καθώς έσφιγγα την τελευταία ελπίδα ζωής μου. Περιττό να αναφέρω ότι στο σπίτι έγινε πανικός. Ούτε και εγώ ξέρω πως γλύτωσα το ξύλο από τους γονείς μου, συνήθης πρακτική όταν έκανα τις σκανταλιές μου. Για κάποιο διάστημα ο χώρος πίσω από το σπίτι ήταν απαγορευμένος και για μένα και για το αδερφό μου. Παρόλα αυτά, πάντα κατάφερνα να τον επισκέπτομαι αρκετά συχνά.

Πάντα πήγαινα για ένα και μόνο σκοπό. Να ευχαριστήσω την φιλενάδα μου που μου έσωσε τη ζωή. Μα πάντα έφευγα απογοητευμένος. Δεν μπορούσε με κανένα τρόπο να κατανοήσει τα γεγονότα. Έπαψε πλέον να μου μιλά και μετά από λίγο ούτε με άκουγε πλέον. Ώσπου δεν άνθισε ποτέ ξανά. Όσο περνούσε ο καιρός οι επισκέψεις μου γινόταν όλο και λιγότερες. Μεγάλωσα, έφυγα για σπουδές. Μετά το στρατό μετακόμισα στην πρωτεύουσα λόγω δουλειάς. Κάποια στιγμή κατάφερα να επιστρέψω πίσω στο χωριό.

Πάνε δυο χρόνια τώρα που ζω στο πατρικό μου. Η «πίσω αυλή» εξακολουθεί να είναι ο αγαπημένος μου χώρος. Συνηθίζω, όταν ο καιρός το επιτρέπει, να την κατηφορίζω μέχρι το τέρμα της και να απολαμβάνω τον πρωινό μου καφέ σε ένα μικρό κιόσκι που έχω φτιάξει εκεί. Που και που περνάει και η χελώνα για να με καλημερίσει. Μα, και που έχω το σημάδι της μέσα στην δεξιά μου χούφτα, η αγριοτριανταφυλλιά μου ακόμα δεν άνθισε.

Τρίτη 5 Φεβρουαρίου 2008

Εκπνοή

{εμπνευσμένο από ανάρτηση της Μαρίας Κουτσάκη στο blog Ιατρική και Ποιητική}

έσπειρα τον πόνο μου
σε μάρμαρα απάνω
με δάκρυα τον πότιζα
θεριό να ανατραφεί
μια πέργολα να φκιάσω
ήλιου ακτίνα να μη δει
η σάρκα κι η ψυχή

μα έρχεσαι μ' ένα ψίθυρο
να μου αποκαλύψεις
πως στις σπηλιές που ζούμε
μονάχα η νύχτα αδημονεί
κι αυτό, μόνο σα ξημερώνει

έχεις ταλέντο τελικά
ανώφελα να κάνεις
όλα τα όνειρα μου
ακόμη-ακόμη
κι αυτή την εκπνοή

Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2008

Αγριοτριανταφυλλιά (μέρος 1/2)

Το πατρικό μου σπίτι θα έλεγε κανένας ότι ήταν το πιο αλλόκοτο κτίσμα του χωριού. Ένα διώροφο που όπως έλεγε ο πατέρας μου ξεκίνησε για μύλος αλλά στην πορεία μετατράπηκε σε αποθήκη και αργότερα έγινε η οικογενειακή μας εστία. Το είχαν φυτέψει στην άκρη του χωριού στην κορυφή ενός μικρού λόφου. Θα πρέπει να παραδεχτώ ότι η θέα από εκεί ήταν καταπληκτική καθώς μπορούσες να επιβλέψεις με εξαιρετική ευκολία κάθε είδους δραστηριότητα που συνέβαινε στον όχι και μικρό οικισμό στους πρόποδες του λόφου. «Εδώ θα έπρεπε να είχαν φτιάξει την Ασφάλεια» έλεγε καμιά φορά χαριτολογώντας ο πατέρας μας, ρίχνοντας λοξές ματιές στη μάνα μας. Όχι ότι ήταν περισσότερο κουτσομπόλα από τις υπόλοιπες γυναίκες του χωριού, αλλά έπαιρνε αυτό το περίεργο ύφος όταν εκτελούσε τα «χρέη της» που την παρομοίαζες με γάτα που κιαλάριζε κάποιο άτυχο ποντίκι ή πουλί.

Η αυλή του σπιτιού τεράστια αλλά κατάξερη. Ο καημένος ο πατέρας μου, με την βοήθεια του θείου μου, είχε κάνει άπειρες προσπάθειες να πρασινίσει τον τόπο αλλά όλα μάταια. Κάτι μυγδαλιές μόνο κατάφεραν να επιβιώσουν σ’ αυτό το κατακόκκινο χώμα. Κι είναι να απορείς πως είναι δυνατό τόσο ευαίσθητα δέντρα να καταφέρνουν να ανθίζουν σε αυτή τη κατάρα από τόπο. Η μάνα μου βέβαια πάντα φρόντιζε να ομορφαίνει τον χώρο με δεκάδες γλάστρες από λογής-λογής λουλούδια και φυτά. Μέχρι που το πείρε απόφαση και ο πατέρας μου και άρχισε κι εκείνος να φτιάχνει τον μπαχτσέ του μέσα σε γλάστρες. Ντομάτες, πιπεριές, μελιτζάνες και ότι άλλο μπορείς να φανταστείς, τα είχαμε εμείς σε γλάστρες.

Στο πίσω μέρος του σπιτιού υπήρχε ένα στενόμακρος τριγωνικός χώρος με πολύ κατηφορικό έδαφος. Ξεκινούσε φαρδύς ίσα με το πλάτος του σπιτιού και κατέληγε πολύ στενός, όχι περισσότερο από δύο μέτρα, στο τέρμα του οικοπέδου όπου υπήρχε ένας διόλου ευκαταφρόνητος γκρεμός, πάνω από δέκα μέτρα ύψος. Εντελώς αφιλόξενος χώρος. Κακοτράχαλος, γεμάτος από γλιστερές πλάκες και κοντοπίθαμα πουρνάρια. Η μόνη ομορφιά του μια αγριοτριανταφυλλιά στο τέρμα του, ακριβώς πάνω στο χείλος του γκρεμού.

Την θυμάμαι αιωνίως φουντωτή γεμάτη από κοκκινωπά ανθάκια. Άλλα μεγαλύτερα, άλλα μικρότερα, άλλα μόλις να προσπαθούν να ανοίξουν κι άλλα κιτρινισμένα να περιγράφουν με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο την ματαιότητα της ζωής. Κανένα όμως από αυτά δεν θύμιζε πραγματικό τριαντάφυλλο. Δεν είχαν ποτέ ούτε τη χάρη, ούτε την ομορφιά αυτού που λέμε ρόδο. Παρόλα αυτά η συγκεκριμένη αγριοτριανταφυλλιά ήταν η αχώριστη φιλενάδα μου. Όχι μόνο γιατί ήταν το μοναδικό φυσικό πράσινο που υπήρχε στο σπίτι μας αλλά γιατί για ένα περίεργο λόγο ένιωθα ότι με άκουγε όταν της μιλούσα. Αυτή και μια χελώνα, περιπλανώμενος περιηγητής του ευρύτερου χώρου, ήταν οι μοναδικοί φίλοι των παιδικών μου χρόνων. Βλέπεις από μικρός είχα πάντα ένα πρόβλημα κοινωνικοποίησης. Πάντα ήμουν ο τελευταίος που έπαιρνε κάποιος στην ομάδα του όταν παίζαμε ποδόσφαιρο στην αλάνα του χωριού. Θέλεις γιατί ήμουν από τους πιο αδύναμους της παρέας, θέλεις γιατί ήμουν ο μοναδικός που φορούσα γυαλιά, θέλεις γιατί πάντα προσπαθούσα να πάρω το δίκαιο των αδυνάτων, όπως και να το πάρεις πάντα ένιωθα παραγκωνισμένος από τα υπόλοιπα παιδιά της ηλικίας μου. Και ίσως να μην είχαν εντελώς άδικο. Σπασίκλας ήμουν πάντα και αντιδραστικός. Άσπρο έλεγαν αυτοί, μαύρο έλεγα εγώ. Πάνω πήγαιναν αυτοί, κάτω πήγαινα εγώ. Έτσι πορεύτηκα και στην υπόλοιπη ζωή μου. Πάντα από το ένα άκρο στο άλλο. Πότε στην μια πλευρά του περιθωρίου και πότε στη άλλη. Τη μια στα ύψη με τους κυρίους και τις κυρίες της υψηλής κοινωνίας και την άλλη στα καταγώγια παρέα με τα χειρότερα αποβράσματα της κοινωνίας.

Σε καμιά γωνιά της κοινωνίας δεν μπόρεσα ποτέ να κάνω φίλους. Εκτός από αυτή την αγριοτριανταφυλλιά στο τέρμα της πίσω αυλής. Σε αυτή προσέτρεχα και στη λύπη και στη χαρά μου. Άπειρες φορές έκλαψα στην ρίζα της για την αποξένωση που δεχόμουνα από τον παιδικό μου περίγυρο. Και εκείνη σε κάθε δάκρυ που άφηνα να τρέξει, ένιωθα ότι έγερνε τα ανθάκια της και με χάιδευε απαλά στα μαλλιά. Θα μπορούσα μάλιστα να ορκιστώ ότι πολλές φορές την άκουγα να μου μιλά κιόλας. Λόγια παρηγοριάς και συμπαράστασης. Άλλοτε μου έδινε συμβουλές για προβλήματα που με απασχολούσαν. Όπως για παράδειγμα εκείνη τη φορά που χάρις στα δικά της άνθη κέρδισα το πρώτο φιλί από τα χείλη ενός παιδικού μου έρωτα.

Η σχέση μου με την αγριοτριανταφυλλιά κάθε μέρα γινόταν όλο και πιο στενή και ήταν κάτι παραπάνω από φιλική. Ήταν για μένα φίλη, ερωμένη, πατέρας, μάνα, αδερφός και ήταν σίγουρο ότι και εκείνη είχε ακριβώς τα ίδια αισθήματα για μένα. Ότι θα ήθελε κάποιος από τον τέλειο σύντροφο. Για παράδειγμα, θυμάμαι ότι μια φορά της είχα πάει και τον έλεγχο από το σχολείο και προσπαθούσα να της δικαιολογήσω το χαμηλό μου βαθμό στα Νέα Ελληνικά. Και όσο περνούσε ο καιρός η αγάπη μας γινόταν όλο και μεγαλύτερη. Ώσπου ήρθε εκείνη η καταραμένη μέρα.

{συνεχίζεται}

Πόσο μ' αρέσει
να βάφω κόκκινα τα πεζοδρόμια!
Θάλασσες να ταξιδεύουν
οι καρδιακοί φίλοι
Βάφω με αίμα τις πλάκες τους
εις μνήμη απροσπέλαστων ψυχών

Μα είναι αυτοί
οι καταραμένοι οδοκαθαριστές
κι ο ανεξήγητος πρωινός σας ήλιος
που μου χαλάνε την κορνίζα
και μου σκίζουν τον καμβά

Μου αρέσει τελικά
κι αυτή η πράσινη γραβάτα
που μου δώρισες
Ένας σώφρων
πρέπει πάντα να έχει
εναλλακτικές...

Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2008

Σατυρικό (όπως λέμε "ζωή")




ήταν ωραιότατη, η νεαρή κυρία
εξαίσια τα θέλγητρα αυτής
στο άκουσμα όμως της φωνής
την παρομοίαζες υπαλλήλου σε πορνεία


(ας με συγχωρήσει η άγνωστη αεροπορική
συνταξιδιώτισσα του πίσω καθίσματος)