Ελάτε ψυχούλες μου, ελάτε να σας μοιράσω απ’ τη στείρα μου αγάπη να σας χορτάσω σπόρους υπέροχων ονείρων στο «θα ‘ταν ίσως» να σας πάω να κλάψετε για χτες στην αγκαλιά μου
Ελάτε ψυχούλες μου, ελάτε νεκρές να αναστήσουμε στιγμές επιθυμιές να εγκυμονώ δικές σας και νέα αδιέξοδα να φκιάσουμε ανώφελα τον πόνο σας δικό μου να τον κάνω
Ελάτε ψυχούλες μου, ελάτε να ποτιστώ με άλλοθι για τ’ άπρακτα που άφησα να ζήσω τόσο δα απ’ τη ζωή σας
Ελάτε ψυχούλες μου, ελάτε να φύγετε όλες σας γιομάτες με άδειες υποσχέσεις και αυταπάτες χαρούμενες πως δεν συνέβη κάτι
κι εγώ ψυχούλες μου για σας απόψε δε θα στολιστώ δένδρων κλαδιά και φύλλα να μην τρομάξουν τα παιδιά που θα ‘ρθουν το πρωί να παίξουν στο παρκάκι
ΥΓ. Κι έτσι σιγά-σιγά και δειλά στην αρχή, άρχισαν να παρουσιάζονται μπροστά στον Τζακ οι ψυχές που ήταν κρυμμένες εκεί γύρω. Άλλες ξεφύτρωναν μέσα από τα μαξιλάρια της πολυθρόνας, πίσω από την κορνίζα στο τζάκι ή μέσα από το χώμα της γλάστρας με την φασολιά. Άλλες σέρνονταν κάτω από τις χαραμάδες από τις πόρτες και άλλες μέσα από τις ρωγμές στους τοίχους, στο πάτωμα και στο ταβάνι. Και στεκόταν μπροστά του όλο απορία. Και τότε ο Τζακ, έβγαζε την καρδιά του και την έσπαγε σε μικρά κομματάκια και τις τάιζε όλες μία-μία. Κι εκείνες μασουλούσαν με λαχτάρα τα κομμάτια της καρδιάς του και γουργούριζαν σαν ευτυχισμένες γατούλες καθώς ο Τζακ συνήθιζε να χαϊδεύει απαλά τα μαλλάκια τους και να τους σιγοτραγουδά γλυκές μελωδίες. Ώσπου μια βραδιά, όταν ήρθαν οι ψυχές, ο Τζακ δεν είχε πια άλλη καρδιά να σπάσει και να τους μοιράσει. Κι οι ψυχές θυμωμένες αγρίεψαν και χίμηξαν όλες μαζί πάνω του μπήγοντας τα κοφτερά τους δόντια και τα γαμψά τους νύχια μέσα στις αδύναμες σάρκες του. Έκοβαν μεγάλα κομμάτια από το κορμί του και το έφτυναν όλο μίσος κατάχαμα. Μέχρι που δεν του άφησαν τίποτα άλλο απάνω του παρά μόνο τα μάτια. Κι ο άμοιρος ο Τζακ, τρομαγμένος από το αναπάντεχο ετούτο γεγονός, βγήκε τρέχοντας έξω από το σπίτι να βρει λίγη παρηγοριά στο σκοτεινό δάσος. Μα μόλις αντίκρισε τ’ αστέρια της νύχτας γύρω του και το κατάλαμπρο φεγγάρι κατάλαβε πως με τα μάτια μόνο δεν θα μπορούσε πλέον να γευτεί τη ζωή, αφού κι αυτά ούτε μια στάλα δάκρυ δεν θα μπορούσαν να στάξουν έτσι που είχε ξεμείνει χωρίς καρδιά. Και σκύβοντας προς τα κάτω άφησε τα δυο του μάτια να κυλήσουν πάνω στο υγρό χώμα. Και εκείνη την ώρα δυο κοράκια που έτυχε να περνάνε από πάνω του, κάνουν μια γρήγορη βουτιά και «χρααπ» και «χρουπ» αρπάζει καθένα τους από ένα μάτι με το ράμφος και «μπλουκκ» τα κάνουν μια χαψιά. Και με δυνατά φτερουγίσματα χάθηκαν μέσα στο σκοτεινό δάσος κρώζοντας χαρωπά για τον αναπάντεχο μεζέ που τους έτυχε βραδιάτικα. Κι έζησαν αυτά καλά κι εμείς καλύτερα.
Well, I been down so God-damn long that it looks like up to me Now, why don't one of you people c'mon and set me free? {Jim Morrison}
Σε πολιτείες σκοτεινές κάτω απ' τη γη καθώς η άνοιξη δεν θα 'ρχεται θ' αργεί Θα ερωτευόμαστε ο ένας τη σκιά του αλλουνού θα 'μαστε λίγοι οι εκλεκτοί κι οι τυχεροί {Γ Αγγελάκας}
... και για να κλάψεις χρειάζεσαι όρεξη! {άγνωστη}
Έφερε το όπλο στον κρόταφο ενώ το σούρουπο έδινε τη θέση του στην νύχτα. Στη νύχτα που μέσα της μεγάλωσε. Στη νύχτα που την περπάταγε. Στη νύχτα που την έλουζε. Στη νύχτα... {Νεράιδα της βροχής}